εὐαποσείστως

εὐαποσείστως
εὐαποσείστως
so as to be easily shaken off
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευαπόσειστος — η, ο (Α εὐαπόσειστος, ον) αυτός που αποσείεται εύκολα, αυτός τον οποίο αποσείει κάποιος εύκολα («ο ζυγός τής δουλείας δεν είναι ευαπόσειστος»). επίρρ... εὐαποσείστως (Α) με ευαπόσειστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< απο σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”